συγκαταφθείρω

συγκαταφθείρω
ΜΑ [καταφθείρω]
καταστρέφω συγχρόνως («ἀγωνιῶν μὴ κατὰ τὰς μεταβολὰς τῶν πραγμάτων συγκαταφθείρη τοὺς ἰδίους στρατιώτας», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”